- πρόχνυ
- Αεπίρρ.1. ολοσχερώς, εξ ολοκλήρου («ὡς ὤφελλ' Ἑλένης ἀπὸ φῡλον ὀλέσθαι πρόχνυ», Ομ. Οδ.)2. γονατιστά, με τα γόνατα («πρόχνυ καθεζομένη», Ομ. Ιλ.)3. πάρα πολύ («στύπος ἀμπέλου... πρόχνυ γεράνδρυον», Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρόχνυ είναι συνθ. από την πρόθεση προ και τη μηδενισμένη βαθμίδα γνυ- τής λέξης γόνυ (πρβλ. γνύξ). Προβλήματα γεννά το δασύ -χ- τού τ., το οποίο οφείλεται πιθ. σε εκφραστική δάσυνση. Το επίρρ. πρόχνυ με αρχική σημ. «πάνω στα γόνατα, με τα γόνατα προς τα εμπρός» χρησιμοποιήθηκε μτφ. με σημ. «ολοκληρωτικά, ολοσχερώς» κυρίως στο ομηρικό κείμενο μαζί με το ρ. ὄλλυμι «καταστρέφω»].
Dictionary of Greek. 2013.